- Ειλήθυια
- Εἰλήθυια, η (Α)βλ. Ειλείθυια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εἰλήθυια — she that comes fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰληθυίας — Εἰληθυίᾱς , Εἰλήθυια she that comes fem acc pl Εἰληθυίᾱς , Εἰλήθυια she that comes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰληθυίης — Εἰλήθυια she that comes fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλήθυιαι — Εἰλήθυια she that comes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλήθυιαν — Εἰλήθυια she that comes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… … Dictionary of Greek